- ἀπαντήσεως
- ἀπαντήσεω̆ς , ἀπάντησιςescortfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμέλει — ἀμέλει (προστ. τού ἀμελῶ) (AM) μσν. (ως επίρρ. για να δηλώσει έμφαση) πραγματικά, στην πραγματικότητα αρχ. 1. μη σέ μέλει, μη σέ νοιάζει, να είσαι ήσυχος (ειδικά στην αρχή απαντήσεως) 2. (ως επίρρ.) (συχνά και ειρωνικά) αναμφίβολα, βέβαια, φυσικά … Dictionary of Greek